Ένα μυθιστόρημα απολογία για χαμένες πατρίδες
Ο Θεόδωρος Ι. Δεύτος δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας. Το μυθιστόρημα «Σμύρνη, συγγνώμη», από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» είναι το τρίτο του βιβλίο. Μολονότι έχουν γραφεί πολλά έργα για τη Μικρασιάτικη καταστροφή, όμως η γραφή του Θ.. Δεύτου είναι αισθαντική και έχει την απλότητα της γραμμικής αφήγησης, γεγονός που το κάνει πιο ρεαλιστικό το έργο του, δημιουργώντας το ιστορικό τοπίο για να μας φέρει πιο κοντά στη δραματικότητα της ιστορικής περιόδου με την οποία καταπιάνεται. Ο Δεύτος είναι ένας αυθεντικός οπαδός του κλασικού στυλ, δεν τον ελκύουν οι μοντερνιστικές θολούρες και τα τεχνάσματα των μοντερνιστών. Στο νέο του μυθιστόρημα ο Δεύτος προεκτείνει τα συμβάντα στο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο της Σμύρνης, της Ελλάδας, της Τουρκίας και της ευρύτερης περιοχής και τα πολιτικά δρώμενα της Ευρώπης των ορέξεων, συμφερόντων, ανακατατάξεων και ανατροπών στο τέλος του 19 ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς ένα βιβλίο της ελπίδας και της προσδοκίας, ένα χρονικό της ήττας και των τρομερών διαψεύσεων, μια ακτινογραφία των λαθών, μια τοιχογραφία του Ελληνισμού που προσπαθεί να συγκροτηθεί και να σταθεί στα πόδια του, είναι ωστόσο μια ταλαιπωρημένη κοινωνία που την έχει φάει το σαράκι της, που έχει μέσα της το μήλο της έριδος και την κατασπαράζει. Έκφραση και καθρέφτης της ίδιας κοινωνίας είναι και οι ήρωες του βιβλίου που πλάθονται και εκτυλίσσονται σαν χαρακτήρες στο πεδίο της μάχης για την καθημερινότητα και στο πεδίο της μάχης για την ελληνική ταυτότητα και το ελληνικό έθνος, μέσα από το γνωστό σμυρναίικο και ιστορικό τοπίο. Είναι ήρωες που μοιάζει να γεννιούνται από τις ιδέες και έρχονται να εκφράσουν κάποιες ιστορικές αλήθειες. Τα γεγονότα του μυθιστορήματος διαδραμα τίζονται στο Κορδελιό, στο ομορφότερο προάστιο της Σμύρνης και στην ίδια τη Σμύρνη σ’ ένα κλίμα φοβίας, αβεβαιότητας και καχυποψίας που σκοντάφτουν όλα αυτά στις βαθιές ρίζες του πατριωτισμού, βαθιές ρίζες που ανοίγονται και γαντζώνονται στη γενέθλια γη, της αγάπης, του μύθου και της παράδοσης.. Όλη η μυθοπλασία εκτυλίσσεται μέσω της οικογένειας Νικολαΐδη, μια οικογένεια από απλά λαϊκά στρώματα. Ο συγγραφέας ζωγραφίζει τα πρόσωπα με αγάπη, προσπαθεί να μας δώσει όμορφους χαρακτήρες που δεν επισκιάζουν την προσωπικότητά τους οι αρνητικές πλευρές. Στο μυθιστόρημα τίθεται το ζήτημα της ενοχής και της αθωότητας. Το μυθιστόρημα είναι μια απολογία που δεν έγινε, μια συγνώμη που δε δόθηκε ποτέ για τα λάθη της ιστορίας, μια συγνώμη για τις χαμένες πατρίδες, μια συμβολική συγνώμη για το μέλλον του ευρύτερου ελληνισμού. Μετακινούμενος με την άνεση και την ακρίβεια του χρονικού ο Δετος μέσα από τον απλό φακό της καθημερινότητας μας εκτυλίσσει την ένταση του τραγικού χρόνου, που εκτείνεται πέρα από κάθε ορατό ορίζοντα. Διατηρώντας χαμηλόφωνους τόνους, επιλέγοντας μια στρωτή υφολογικά αφήγηση ο συγγραφέας προσπαθεί να διεισδύσει σε όλα τα κύτταρα της κοινωνίας, έστω και αν είναι μολυσμένα, μιας κοινωνίας που εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Ο αφηγητής ενώνει σπαράγματα εκατοντάδων χιλιάδων ξεριζωμένων, που θα συνεχίζουν να τους πονούν οι πληγές σε γενιές, τραυματισμένες αγάπες και δράματα, βαθιά συναισθήματα και αναμνήσεις, βιώματα με συγκινητικές εικόνες, με λεπτομερείς περιγραφές του γεωγραφικού, πολιτικού και πολιτιστικού τοπίου της Σμύρνης. Για το συγγραφέα έχει μεγάλη σημασία η εθνική συνείδηση και η ιστορική μνήμη. Τι βάρος έχει η Μικρασιάτικη καταστροφή στην εθνική συνείδηση για να μη επαναληφθούν τα τραγικά λάθη του παρελθόντος; Καμιά συγνώμη δε γυρίζει πίσω τις χαμένες πατρίδες, αλλά μια συγνώμη είναι ηθική κάθαρση, εθνική ευθύνη για την πορεία του έθνους στο μέλλον. Ο επίλογος του βιβλίου, κλείνει με την παρακαταθήκη του Βησσαρίων Ιατρίδη στο εγγονάκι του πριν κλείσει τα μάτια του για πάντα: «Δεν θα σου κρύψω όμως, ότι μόνο μια σκέψη με βασανίζει τώρα πια. Με βασανίζει η αγωνία της λήθης. Προσωπικά, η λήθη που κερνάει ο χρόνος δεν με μεθάει. Όμως κείνο που θέλω να σου πω, γιόκα μου, είναι ότι εσύ και όλες οι γενιές που θα ‘ρθουν δεν πρέπει να ξεχάσετε, δεν δικαιούστε να ξεχάσετε, τι είχαμε, τι χάσαμε και, κυρίως, γιατί το χάσαμε. Αυτό το αφήνω σαν παρακαταθήκη σ’ εσένα, στους Μικρασιάτες και σε όλους τους Έλληνες. Να μην Ξεχάσουμε!»
Ο γιατρός φεύγει από τη ζωή με το μεγάλο μεράκι για μια συγγνώμη που δεν δόθηκε, με την πατρίδα θαμμένη στο στήθος του, σφίγγοντας στο δεξί του χέρι το κλειδί του σπιτιού του στη Σμύρνη. Τα κτίρια, τα σοκάκια και τα καλντερίμια, τα στέκια, τα καφενεία, τα ξενοδοχεία και τα καπηλειά η καταγάλανη ζωγραφισμένη προκυμαία σαν ένας επίγειος παράδεισος, οι Μητροπολιτικοί ναοί, οι εξοχές της και τα περίχωρα η ίδια η επιδερμίδα της, τα οποία ο συγγραφέας μας τα ζωγραφίζει σαν ζωντανά, μας φέρνουν τα αποτυπώματα μιας τραγικής αγάπης και αρχοντιάς που χάθηκαν και εκπέμπουν ενοχή. Το μυθιστόρημα έχει αντίχτυπο με πολλά σύγχρονα μηνύματα για την τύχη του ελληνισμού. Η έκδοση συνοδεύεται με δίσκο ακτίνας, που περιλαμβάνει νοσταλγικά και αισιόδοξα Σμυρναίικα τραγούδια που κάνουν πιο έντονο το κλίμα του μυθιστορήματος.
Συγγραφέας