Με τον τίτλο Σμυρνέϊκα.
Πάσχα του 1919.
Του Αείμνηστου Καθηγητή της Έδρας της Ηλεκτρονικής Φυσικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Μιχαήλ Αθανασίου Αναστασιάδη
Ήμουν τότε πρώτος κανόναρχος του Σμύρνης Χρυσοστόμου. Δηλαδή αυτό το πρώτο ήταν παραπλανητικό γιατί δεν υπήρχε δα και δεύτερος κανόναρχος. Και ήταν τα μεγάλα Χρόνια. Το Πάσχα εκείνη την χρονιά έπεφτε όπως καλή ώρα και εφέτος κατά τα τέλη Απριλίου.
Είχε έρθει ο Λέων ο Μαυρουδής πιο μπροστά ο Τσουνούκας με τον Ερυθρό Σταυρό, η Σμύρνη κολυμπούσε στο γαλανόλευκο ο διπλανός μας ο Ραούλ είχε αφρίσει και ο καρσινός μας ο Μπάρμπα Τζάκος είχε βρει κιόλας τον ναύτη που γι’ αυτόν ύστερα από λίγα χρόνια αυτοκτόνησε στο Μαρούσι.
Οι Έλληνοι -αυτοί οι σπούτσηδοι, οι γλινιάρηδοι- δεν είχαν έρθει ακόμη μα και οι παραπάνω που είπαμε ήτανε αρκετοί για να κάνουν τση Σμυρνηοί να λωλαθούν. Η μητέρα μου το αεικίνητο χοντρό μου ήτανε ποια στα μέσα και στα έξω. Ήβαψε αυγά γαλανά και έπειτα τσείπε η Ελπίς η καρσινή μας και ήβαψε τα αυγά με χρωματιστά κουρελάκια και ήτανε πραγματικά πολύ κουριόζικα. Εκείνο το σπίτι μας είχε και κείνο λωλαθεί. Η Ελπίς ποια πότε αρπούσε το σειμπόρ και το έβαζε αριστερά καθώς μπαίνανε από το Γκελίν σοκάκι και πότε τώβαζε δεξιά ανάμεσα στα αγάλματα του Ερμή και του Ομήρου που στολίζανε το σαλόνι. Αφού και το μπαγιού μέσα στη σάλα άλλαξε τρεις φορές θέση.
Εμείς μόλις ήρθε ο Λέων σκολάσαμε από το σκολειό. Πήγαινα τότε δευτέρα Γυμνασίου και πέρασα στη Τρίτη χωρίς εξετάσεις όπως όλοι μας δα. Η θέση μου στην εκκλησία σαν κανόναρχος ήτανε προνομιακή. Ο Τζώρτζης ο δεξιός ψάλτης ήτανε να πούμε ο διάδοχος του περίφημου εκείνου Πρωτοψάλτη του Κοραή, το ίδιο ανόητος αν και νομίζω λιγότερο φλύαρο τσακισμένος από την βιοπάλη ο καημένος. Δεν ήτανε βέβαια φίλος του Κοραή αλλά ήτανε φίλος
του Κιρκακλακίου του πατρός μου, καθό Τσεσμελής κι’ αυτός. Έτσι με πήρε κανόναρχο και είχε δομέστιχο το Μιχαλάκη τον Αβραμίδη. Λένε για τον Αβραμίδη πως σαν ήψελνε οι χριστιανοί μετρούσανε τση καμήλες που περνούσανε έξω από την εκκλησία. Ολα αυτά γινούντουστε στην Αγία Φωτεινή. Ήτανε μια παλιά ρηχή εκκλησία μισοχωμένη μέσα στον αυλόγερο τση Μητροπόλεως, με μια πόρτα που ήβγαζε στα γυαλιάδικα και μια άλλη μέσα στ’αυλόγερο λίγο ποιο πέρα από το καμπαναριό. Τώρα αυτό το καμπαναριό ήτανε ο πύργος του Άϊφελ για τση Σμυρνηοί. Στην παιδική μου φαντασία ήτανε ποιο ψηλός και από τον πύργο του Άϊφελ κι’ ας ήτανε μόνο τριάντα-τρία μέτρα όσα και τα χρόνια του Χριστού.
Στη μέση του αυλόγερου ο παπά – Λάσκαρης είχε κάνει ένα μικρό πρεβολάκι περιτριγυρισμένο με κάγκελα. Εκεί σ’ αυτό το πρεβολάκι μέσα είχανε στήσει την κρεβατή που θάκανε ο Δεσπότης Ανάσταση, Από νωρίς ο αυλόγερος οι σκάλες τση μητρόπολης τα κεραμίδια τση Μητρόπολης τα κελιά που ήτανε αριστερά, τα κεραμίδια τσ’ Άγιας Φωτεινής είχανε γεμίσει μιλιούνια κόσμο ο ένας απάνω στον άλλο ούλη η Σμύρνη μέσα στον αυλόγερο. Άμα ήβγαλε το άγιο φως ο Δεσπότης ετοιμαστήκαμε να βγούμε για το πρεβολάκι.
Μα ήτανε σχεδόν αδύνατο. Ούλοι φωνάζανε. Τόπο βρε παιδιά να πέραση ο Δεσπότης. Μα που να κάνουν τόπου που ήτανε πατείς με πατώσε. Εγώ στην αρχή είχα κολλήσει πίσω από τον Δεσπότη καθώς βγήκαμε από την πόρτα τσ’ Άγίας Φωτεινής που ήβγαζε στο Ελληνικό Προξενείο.
Μα ο κόσμος με ξεκόλλησε και πήγα και κόλλησα πίσω από τον αρχιδιάκο που ήτανε τότε ο Βασίλειος ο έπειτα Φλωρίνης. Αλλά και από κει με ξεκολλήσανε καθώς ήμουνε μικρός και κοντός αφού στη Γυμναστική έκανα πίσω – πίσω ζευγάρι με τον Νικολάκη το Ματθαίο. Κόλλησα έπειτα στο Πρωτοψάλτη το Τζώρτζη έπειτα στον Αβραμίδη και στο τέλος χάθηκα ενώ η συνοδεία με τον Δεσπότη προχωρούσε.
Μπήκανε τελικά στο πρεβολάκι και ‘γω ήμουνα απέξω ανάμεσα σένα βρακά Σεβδικιαλή και ένα άλλο κοιλαρά. Άρχισα τότες να φωνάζω και καθώς με είδανε με το ρασάκι που φορούσα καταλάβανε πως δεν μπορούσε βέβαια α να γίνει Ανάσταση χωρίς τον πρώτο κανόναρχο και τότες με περάσανε πάνω από τα κεφάλια τους ίσαμε την κρεβατή. Δεν ήτανε και δύσκολα. Τότες θα ήμουν δεν θα ήμουν ένα ξεροπαξιμαδιάρικο 10 με 20 οκάδες το πολύ.
Και αρχίσαμε τότε. Την Ανάστασίν σου Χριστέ σωτήρ κ.τ.λ. βαθιά και απέραντη ησυχία σκέπασε εκείνη την αθρωποθάλασσα. Ο Δεσπότης διάβασε τότε το Ευαγγέλιο. Όχι αυτό το κατά Μάρκον των Αθηναίων και των Ελλαδικών. Αλλά το κατά Ματθαίον. «Ούσης οψείας τη ημέρα εκείνη τη μια των Σαββάτων. …..». Και’ άμα τελείωσε πρώτος αυτός βροντοφώνησε το Χριστός Ανέστη. Θαρρείς πως τον βλέπω. Με την μήτρα του κλίματος των Πατριαρχείων χρυσή και κόκκινη, τα χρυσά άμφια με τα αυτοκρατορικά κόκκινα αετουδάκια, με κείνο το αβρό χέρι τρυφερό και στιβαρό μαζί, το γαλανό μάτι ξανθομάλλη πολεμιστή έλεγε Χριστός Ανέστη μα ακουγόντανε Ελλάς Ανέστη, Σμύρνη Ανέστη, το Γένος Ανέστη, τση φάγαμε τση Τούρκοι Ελληνικιά είναι η Σμύρνη. Ούλα αυτά στο πανηγυρικό εκείνο Χριστός Ανέστη.
Και τότες από την βάση του καμπαναριού ξεκίνησε μέσα σε κολόρια και φωτιές ένας Χριστός που ήβγαινε από το μνήμα και ανέβαινε ψηλά και οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν και χέρια άπειρα, άπειρα χέρια σχεδόν ούλοι και μόνο εμείς λείπαμε άρχισαν να ρίχνουν λιβορβεριές και τρομπονιές και μπόμπες και τρακατρούκες και ο ένας να φιλά τον άλλον και να λενε και να χοροπηδάνε και να ψέλουνε και να φωνάζουνε και μέσα σ’ αυτό το πατιρντί να προσπαθεί ο Δεσπότης να πάει παρακάτω στη λειτουργία, ώσπου βαρέθηκε κι’ αυτός, για τον συνεπήρε η συγκίνηση, και άρχισε να φιλά τση παπάδες και τον Μαυρουδή και τον Τσουνούκα και τον Τζώρτζη ακόμη, κι έπειτα ένοιωσα τα μαλακά ξανθιά του γένια και τα χείλη του να φυλάνει το κουρεμένο κεφάλι του πρώτου κανόναρχου,
Αχ / Νάτανε άλλη μια φορά το 19!
Γράφτηκε το Πάσχα του 1970
Αναρτήθηκε από την Κατερίνα Μπαρμπάτση