Εφημερίδα, Η Καθημερινή της Κυριακής, 25 Αυγούστου 2013
Εξ Αφορμής
Μια μορφή – σύμβολο θυμάται…
Της Κικης Αλατζογλου – Θεμελη
Μέρες που είναι, «προχωρημένος Αύγουστος» που πάει να γίνει Σεπτέμβρης, ο νους μου γυρίζει στην ανατολική όχθη του Αιγαίου και τα παθήματά της, στην πολύπαθη Μικρασία και τα παιδιά της. Ενα απ’ αυτά, το τελευταίο ίσως που επιζεί και μπορεί ακόμα να «μαρτυρεί» για την τραγική εκκένωση, με κέντρισε με τις Αναπολήσεις του. (Κωνσταντίνου Ι. Δεσποτόπουλου, Αναπολήσεις τ. Α! εκδ. Παπαζήση, 2005).
Γνώρισα τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο στο Κέντρο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας στην οδό Αναγνωστοπούλου 14 τη δεκαετία του ’80. Ερχόταν καθημερινά για να τελειώσουμε το Λεξικό των Προσωκρατικών που είχε αρχίσει μερικά χρόνια πριν. Ερχόταν σαν συνεργάτης και όχι σαν ακαδημαϊκός. Ακουγε και συζητούσε, πρότεινε και αντιπρότεινε, στο τέλος μάλλον επικρατούσε η γνώμη του, όχι από επιβολή αλλά από αβίαστη παραδοχή των γνώσεών του γύρω από τον αρχαίο κόσμο, τη γλώσσα και τη γραμματεία του.
Στα διαλείμματα της δουλειάς απολαμβάναμε την παρουσία και την ενεργό συμμετοχή του σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, κυρίως της λεγόμενης πνευματικής. Απολαμβάναμε τη ζωντάνια του, το πείσμα του για δημιουργία, τον εφηβικό ενθουσιασμό του για θέματα που τον έκαιγαν, και πολλές φορές την αναπόληση της περιπέτειας μιας ζωής που ξεκίνησε από τη χαμένη έκτοτε ανατολική όχθη του Αιγαίου για να ριζώσει στη δυτική, μεταφέροντας τα πάθη και τη σοφία του μικρασιατικού ελληνισμού.
Είναι μορφή-σύμβολο ο Δεσποτόπουλος. Μορφή-σύμβολο του Μικρασιάτη Ελληνα που από την Αρχαιότητα επιβιώνει και μεγαλουργεί περιβαλλόμενος από αλλόφυλους. Του Μικρασιάτη Ελληνα που ήρθε για να μας πλουτίσει με τον πολιτισμό αιώνων, ο οποίος κυλάει αθέλητα και αθόρυβα στις φλέβες του και για να μας μπολιάσει με το πνεύμα της Ιωνίας, τη μειλιχιότητα, την ευγένεια αλλά και την ατσάλινη δύναμή του. Του Μικρασιάτη Ελληνα που ήρθε και δεν βρήκε πάντοτε αδελφική υποδοχή -η αλήθεια να λέγεται- αλλά παρ’ όλα αυτά πρόκοψε και επιβλήθηκε χάρις στο εκτόπισμα της προσωπικότητάς του. Ετσι ήρθε κι ο Δεσποτόπουλος, με μόνο εφόδιο την ύπαρξή του όπως τόσοι άλλοι, που είτε έγιναν γνωστοί στο πανελλήνιο όπως ο Βενέζης, ο Κόντογλου, ο Ιωακείμογλου, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Στρατής Δούκας είτε παρέμειναν άγνωστοι όπως ο πατέρας μου.
Και τώρα στις Αναπολήσεις του. Είναι ένα μικρό τομίδιο -ακολούθησε και δεύτερο συνεχόμενο χρονικά- γεμάτο μνήμες – και ξέρουμε όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ τη φοβερή μνήμη του Δεσποτόπουλου. Θυμάται τα παιδικά του χρόνια στη Σμύρνη, την όμορφη, πλούσια, ανέμελη Σμύρνη, τις γιορτές και τις Απόκριες, τα οικογενειακά τραπέζια και τις οικογενειακές εκδρομές… Θυμάται και περιγράφει τους γονείς του και τους συγγενείς του, τη ζωή τους και πώς κυλούσε, κυριολεκτικά κυλούσε σαν ήρεμο ρυάκι, και πώς ξαφνικά -ξαφνικά για τους περισσότερους- το ρυάκι φουρτούνιασε, τους παρέσυρε και έπνιξε τους περισσότερους. Ανήκει στους λιγότερους, τους τυχερούς που σώθηκαν.
Μας περιγράφει λοιπόν πώς σώθηκαν, ο ίδιος και η οικογένειά του: τα δίδυμα σχεδόν δεκάχρονα αγόρια, η μικρότερη αδελφή, ένα βρέφος και οι γονείς. Σώθηκαν φιλοξενούμενοι -από σπίτι σε σπίτι- σε συγγενείς και Ευρωπαίους γείτονες, περιφερόμενοι στους δρόμους, στην Προκυμαία, σε εγκαταλελειμμένα κτίρια… Σώθηκαν καταφεύγοντας ακόμα και στα μνήματα του νεκροταφείου της Σμύρνης, όπου και διαβίωσαν τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα! Οι περιγραφές του είναι απέριττες και ζωντανές, καθώς αναδύονται από παιδικά βιώματα και στήνουν μπροστά μας το μαύρο σκηνικό της Καταστροφής της Σμύρνης.
Περιγράφει τον έμπειρο και σοφό πατέρα του. Περιγράφει την τρυφερή αλλά και δυναμική μητέρα του, που έβρισκε τρόπους να προστατεύει τα παιδιά της κι όταν πια ο πατέρας έλειπε, είχε μείνει πίσω αιχμάλωτος των Τούρκων, ενώ η ίδια με τα παιδιά βολόδερνε να επιβιβαστεί σε κάποιο πλοίο και να αποβιβαστεί στη Μυτιλήνη, όπου κάποιος συγγενής θα βρισκόταν να τους περιθάλψει. Περιγράφει την εφευρετικότητα του πατέρα που μηχανεύεται διάφορα για να ξεγλιστρήσει από τους Τούρκους. Και τελικά τα καταφέρνει, και η οικογένεια ξαναενώνεται στη Μυτιλήνη κι αρχίζει από κει την περιπέτεια της προσφυγιάς.
Μόνο που όταν πια έχουν αγκυροβολήσει στην Αθήνα το βρέφος, εξαντλημένο από τις τόσες ταλαιπωρίες, αποκοιμιέται για πάντα. Και μένουν τα τρία παιδιά με τους γονείς να παλεύουν για την επιβίωση αλλά και την προκοπή – βασική επιδίωξη της μικρασιατικής προσφυγιάς. Και προκόβουν τα παιδιά, και πρωτεύουν παντού, στο σχολείο, στον αθλητισμό, στα παιχνίδια της γειτονιάς, της προσφυγικής γειτονιάς με τα ετοιμόρροπα παραπήγματα όπου στεγάζονται δίπλα-δίπλα όλα τα προσφυγόπουλα με τις οικογένειές τους.
Να μη σας πω περισσότερα όμως και σας στερήσω την απόλαυση της ανάγνωσης από το πρωτότυπο. Μέρες που είναι, «προχωρημένος Αύγουστος» που πάει να γίνει Σεπτέμβρης, προσφέρεται η ανάγνωση τέτοιων μαρτυριών.