Γ. Σεφέρης
Από Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’
Μνήμη, β’ Έφεσος
Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο
που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα•
απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος
ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια:
“Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.
Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πως αλλάζει
το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει
όποιος αγάπησε• στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται• μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο”.
Είπε, και πήρε το μεγάλο δρόμο
που πάει στ’ αλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα
πέρα στα βούρλα. Το λυκόφως
θα ‘λεγες για το θάνατο ενός ζώου,
τόσο γυμνό. Θυμάμαι ακόμη•
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
κι εγώ τον ρώτησα: “Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;”
Και μ’ αποκρίθηκε: “Μπορεί, την ώρα του θανάτου”.
Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:
“Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!”
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας
κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου.