Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργη Παπάζογλου:

«Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης, Αγγέλα Παπάζογλου. Τα χαΐρια μας εδώ»

……………………………………………………………………………………………………………………………………………
‘Πάμε μου λεει η μανούλα μου να ματζέψωμε τσι πλυμένες κουρελούδες που ν’ απλωμένες στο δώμα να μη μας λαμπαδιάσουνε..’  Κι ανέβηκα εγώ κι ηάνοιξα την καπάντζα.  Τ’ ήτανε και κείνο.. σα καυτό νερό μας περέχυσε το ντουμάνι.. σα φουρτουνιασμένο πέλαγο χύθηκε μέσα η μαυρίλα κι η ζεστασιά.. Τα καταφέραμε όμως.. τσι κατεβάσαμε.. να καούνε διπλωμένες.. νοικοκυρεμένες.. Σα να την ακούω τη μανούλα μου.. ’Να καούνε διπλωμένες –είπε- μέσα σ’ εκείνο το κακό.. να μη μας πούνε σκατονοικοκυράδες’.. Είναι να μην την αγαπώ;..
………………………………………………………………………………………………………………………………………..

…..’Μ’ άρπαξε απ’ το χέρι, με ταρακούνησε: ‘Να περπατάς σακάτικα.. να μη ξεχάσεις πως είσαι ντυμένη γριά’.. μου είπε…Κι όταν φτάσαμε εδώ, με τη ψυχή στο στόμα, μας φωνάζανε «τουρκόσποροι»..
…………………………………………………………………………………………………………………………………………
Και μόλις ηανοίξαμε την πόρτα να βγούμε, ήρθαμε μούτρα με μούτρα με τον Τούρκο τον Αλή που ήφερνε το άρρωστο τουρκάκι στη γιαγιά και το σταύρωνε στου καντηλιού το λάδι στο εικόνισμα του Άη – Γιώργη.. –Ηπούλαε σαλέπι ο Αλής-.  Μας κύτταξε καλά-καλά κι ήφυγε με σκυμμένο το κεφάλι.  Ύστερα ήλεγε η μανούλα μου: ‘ Εμένα δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό.. ‘Ηρθε ο Αλής να σώσει απ΄ τη φωτιά το εικόνισμα τον καβαλάρη… ποιος ξέρει.. Ο Θεός που να’ χει δόξα όλα τα κάνει…’
………………………………………………………………………………………………………………………………………….

…………..’Αμα ηφύγαμε, η φωτιά ήτανε τρία στενά πιο πάνω από μας.  Είχαμε γίνει απ΄ τους καπνούς αραπάδες.  Ο αέρας ήτανε γεμάτος καμένα πράγματα.. τα ανάπνεες.. η μύτη σου ήτανε ένα πράμα.. θαρρούσες πως είχε πίσσα βραστή μέσα.. Το στόμα σου δεν είχε σάλιο, υγρασία.. ήτανε στεγνό.. Ο λαιμός σου έκαιγε που ανάπνεες κι από το στόμα.  Κατάμαυρος καπνός παντού.. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα απ΄ τη μαυρίλα..
Τώρα.. από που να φύγωμε; Άμα είσαι στη μέση του δάσους και γύρω – γύρω καίγεται, από που να φύγεις; να βγεις;
Ο δρόμος μας ήτανε για τη θάλασσα.. για το λιμάνι.. για την προκυμαία.. είκοσι λεπτά δρόμος ήτανε άμα περπατούσες κανονικά.  Άμα ήθελες πήγαινες και σε δέκα λεπτά, αλλά για την ώρα έπρεπε να πηγαίνομε εκεί που μας κυνηγούσε η φωτιά.  Τα σπίτια που ήτανε απ΄ τα πίσω απ΄ τα φράγκικα μορτάκια, δεν ηκαιγούντουστε ακόμα.  Και οι φάτσες τους πέφτανε ίσα – ίσα στο πίσω των καρσινών μας σπιτιών. Βάλαμε γρήγορα σκάλες κι ηανεβήκαμε όλοι κι ύστερα τραβήξαμε τσι σκάλες και τις ξανακατεβάσαμε απ΄ την άλλη μεριά, και πέσαμε μέσα στα μορτάκια.  Εκεί ησωθήκαμε πάλι, γιατί είχε γύρω – γύρω μάντρες και δεν ημπορούσε να μπει η φωτιά.  Ήτανε μεγάλο το μέρος.  Είχε εκκλησία μέσα, σχολειό, φράγκικο ίδρυμα για τσι φτωχοί.  Έλληνα μέσα δεν είχε, αλλά μιλάγανε ελληνικά μέσα εκεί οι άνθρωποι………………………………………………………………………………………